φουρτούνιασμα

φουρτούνιασμα
το, -ατος
κυριολ. και μτφ., το να γίνεται φουρτούνα (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τρικύμισμα — το, Ν [τρικυμίζω] 1. εμφάνιση τρικυμίας, φουρτούνιασμα 2. μτφ. αναταραχή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”